Γάμος

 

 ΓΑΜΟΣ

 Αρραβώνες

Ο νέος που ήθελε μια κοπέλα, έστελνε στο σπίτι της τρεις προξενητάδες για να τη γυρέψουν. Αυτοί εξέθεταν τις απαιτήσεις του γαμπρού κι, αν συμφω­νούσαν οι γονείς της νύφης, έκαναν ένα συμφωνητικό, που το ονόμαζαν «ξιστίχι». Εκεί καθορίζονταν τι θα έπαιρνε ο γαμπρός απ' τη νύφη, που συνήθως ήταν: κάλτσες, πουκάμισα, ποδιές, φουστάνια, βελέντζες, στρώματα και προσκέφαλα. Στη συνέχεια η μάνα της νύφης σ' ένα δίσκο έβαζε κάλτσες (για τους προξενη­τάδες, το γαμπρό και τους γονείς του) που μέσα είχαν βασιλικό και τον πρόσφερε στους προξενητάδες. Αυτοί έπαιρναν το δίσκο και πήγαιναν στο σπίτι του γα­μπρού, όπου και τους κερνούσαν.

Μετά από λίγες μέρες η μάνα του γαμπρού έβαζε σ' ένα δίσκο μαντήλι, κουφέτα και νομίσματα, και τον πήγαιναν οι προξενητάδες στο σπίτι της νύφης.

Δεκαπέντε με είκοσι μέρες μετά τα προξενιά γίνον­ταν οι αρραβώνες. Το πρωί του Σαββάτου πήγαιναν και ψώνιζαν τα χρυσαφικά (δαχτυλίδια και μερικές φο­ρές σταυρό. Αυτό εξαρτώνταν απ' την οικονομική κα­τάσταση των γονιών) και το βράδυ στο σπίτι του γα­μπρού γίνονταν οι αρραβώνες. Μαζεύονταν οι κοντινοί συγγενείς και όταν ο κουμπάρος άλλαζε τα δαχτυλίδια τους εύχονταν «να ζήσουν». Μετά ακολουθούσε τρα­πέζι, γλέντι και χορός.

Ένα απ' τα τραγούδια του αρραβώνα είναι και το εξής:

«Κόρη με τα ξανθά μαλλιά και με τα μαύρα μάτια κατέβα κάτω κι άνοιξε τις μαρμαρένιες πόρτες. Έχω δυο λόγια να σου πω, τρία να σε ρωτήσω.

-       Κόρη μου, που 'ναι η μάνα σου, που 'ναι κι ο μπαμπάς σου;

-       Μάνα μου πάει στην εκκλησιά, μπαμπάς μου στο παζάρι,

τα δυο μου αδέρφια στο σχολειό και εγώ 'μαι μονα­χή μου.

-       Κόρη μου, δος μου φίλημα, δος μου και μαύρα μάτια.

-       Νέε μ' σα θέλεις φίλημα, σα θέλεις μαύρα μάτια, κάτσε κι αράδιασε φλουριά και κάντα πέντε αράδες να τα φορέσει η λυγερή που 'χει τις νοστιμάδες».

 

 

2. Έθιμα του γάμου

 

Ο γάμος άρχιζε μια βδομάδα νωρίτερα. Την προη­γούμενη Κυριακή του γάμου πήγαιναν στη νύφη ένα πιάτο που είχε μέσα μπογιά για να βάψει τα μαλλιά της, ένα σαπούνι, ένα μαντήλι για το κεφάλι και 30 ή 50 λίρες. Αυτά τα χρήματα ονομάζονταν «τράχωμα». Ο αριθμός των λιρών εξαρτώνταν απ' τη συμφωνία που είχαν κάνει. Η νύφη έδινε κάλτσες

 "Το τράχωμα"

Ημέρα Τετάρτη

Την Τετάρτη, πριν την Κυριακή του γάμου, μικρά κορίτσια μ' ένα μπουκάλι τσίπουρο, που ονομαζόταν «φιρφίλι», καλούσαν τις νεαρές κοπέλες του χωριού στο σπίτι της νύφης για να πιάσουν τα προζύμια του γάμου. Το «φιρφίλι» ήταν στολισμένο με βασιλικό και δεμένο με κόκκινη κλωστή.

Οι κοπέλες, που ήταν φιλενάδες της νύφης και συγγενείς της, ονομάζονταν «παραδερφές» και πήγαι­ναν στο σπίτι της νύφης αργά μετά το βραδινό φαγη­τό. Μία απ' αυτές, που έπρεπε να είναι με μάνα και πατέρα, όπως έλεγαν, και οι γονείς της να μην είναι δευτεροπαντρεμένοι, έπιανε το προζύμι για τα ψωμιά του γάμου.

Το αλεύρι, που το χρησιμοποιούσαν για να κάνουν το προζύμι, το ανακάτωναν με τη «ζέβλα» (κομμάτι ξύλου που στερεωνόταν στο λαιμό των βοδιών), που την έκλεβαν από ξένο σπίτι. Ύστερα, έριχναν τη «ζέ­βλα» ψηλά στο ταβάνι και έμενε εκεί για πάντα, για να μην κάνουν μάγια στη νύφη. Επίσης όταν ανακάτω­ναν το αλεύρι, «οι παραδερφές» ασπρίζονταν με το αλεύρι στο πρόσωπο για να 'ναι άσπρες σαν τις νύφες. Όταν τέλειωνε το ζύμωμα, οι γυναίκες κι οι κοπέλες που ήταν στο σπίτι έριχναν μέσα στη ζύμη νομί­σματα, που θα τα έπαιρνε αυτή που θα ζύμωνε τις κουλούρες. Στη συνέχεια σήκωναν «οι παραδερφές» το σκαφΐδι ψηλά στο ταβάνι τρεις φορές και χόρευαν γύρω απ' τη σκάφη. Πρώτη χόρευε η κοπέλα που έπια­σε το προζύμι. Την ώρα που γινόταν το ζύμωμα άρχιζε το τραγούδι:

«Ψιλολιχνούν τ' αλεύρι,

μι μάνα, μι πατέρα,

μ' αδέρφια, μ' αξαδέρφια».

Ακολουθούσε ένα τραγούδι αφιερωμένο στη μάνα της νύφης:

«Της κυρα-νύφης η μάνα τι ψηλά 'ναι σκουμπωμένη. Ανεβαίνει, κατεβαίνει και τον ήλιο παραγγέλνει: — Ψήσε, ηλιάκι μ', ψήσε τούτη την εβδομάδα, χαρά θέλω να κάνω, νύφη να προβοδίσω, γαμπρό να καρτερέσω».

Αμα τύχαινε να πάει ο γαμπρός στο σπίτι της νύφης εκείνη την μέρα, αλλοίμονό του! Τον άσπριζαν στο πρόσωπο και του έβαζαν σαμάρι.

 

Ημέρα Πέμπτη

Ολόκληρη η Πέμπτη περνούσε με το ζύμωμα των ψωμιών του γάμου. Στο σπίτι του γαμπρού οι «παρα­δερφές», που ήταν συγγένισσες του γαμπρού, ζύμωναν τις κουλούρες, που ονομάζονταν «μπουγάτσες». Έβα­ζαν το ζυμάρι σε ταβάδες και έκαναν διάφορα σχέδια 119

πάνω σ' αυτό. Οι «μπουγάτσες» προορίζονταν για τον νούνο (κουμπάρο) του γαμπρού, για τον παπά, για τους «μπρατίμους», για τους «κελαρτζήδες» (σέρβιραν τα κρασιά απ' τα βαγένια την ημέρα του γάμου) και για τις «αχτσιές» (μαγείρισσες που έκαναν τα φαγητά του γάμου).

Κάτι ανάλογο συνέβαινε και στο σπίτι της νύφης. Οι «παραδερφές» ζύμωναν τις «μπουγάτσες», που θα στέλνονταν στους δικούς της συγγενείς και μπρατΐ-μους, στις «αχτσιές» και στους «κελαρτζήδες». Ζύμω­ναν επίσης και μια «μπουγάτσα», την οποία θα τη χόρευε ο κουμπάρος τη μέρα του γάμου. Τη στόλιζαν με καραμέλες και κουφέτα και από πάνω έριχναν ζάχα­ρη, για να 'ναι όλο γλύκα ο γαμπρός και η νύφη. Οι «παραδερφές» ήταν αυτές που πήγαιναν τις «μπουγά­τσες» και καλούσαν τα παραπάνω πρόσωπα στο γάμο. Το κάλεσμα του παπά, εκτός απ' τη «μπουγάτσα», γι­νόταν και με μια τσιότρα κρασί.

  "Οι μπουγάτσες του γάμου"

Ημέρα Παρασκευή

Τη μέρα αυτή συγκεντρώνονταν «οι παραδερφές», φίλες και συγγένισσες της νύφης, στο σπίτι της για να βοηθήσουν στο αράδιασμα της προίκας. Τα προικιά αποτελούνταν κυρίως από προσκέφαλα και στρώματα με άχυρο, «γιάμπουλες» (φλοκάτες), βελέντζες, κιλίμια, παπλώματα, μάλλινες φούστες και 50 με 100 ζευγάρια «τσουράπια» (μάλλινες κάλτσες).

Ενώ στο σπίτι της νύφης αραδιάζονταν τα προικιά με γέλια, τραγούδια και χορό, στο σπίτι του γαμπρού συγκεντρώνονταν οι συγγενείς του και ετοιμάζονταν να πάνε στη νύφη. Εκεί εξέταζαν τα προικιά και έβλε­παν αν είχε τηρηθεί το «ξιστίχι» (συμφωνητικό που γίνονταν στ' αρραβωνιάσματα). Αν έλειπε κάτι, ο πατέρας της νύφης υποσχόταν ότι θα το ετοιμάσει όποτε μπορέσει.

 "Τα προικιά"

Ημέρα Σάββατο

Η μέρα αυτή ήταν αφιερωμένη στο μαγείρεμα των φαγητών. Το πρωί έσφαζαν τα αρνιά και η μάνα του γαμπρού ή της νύφης δώριζε σ' αυτούς που έσφαζαν, δηλαδή τους μπρατίμους, κάλτσες. Στη συνέχεια «οι αχτσιές» (οι μαγείρισσες του γάμου) έπαιρναν τα σφα­χτά και τα μαγείρευαν με ιδιαίτερη φροντίδα. Το βρά­δυ θα στρωνόταν πλούσιο τραπέζι. Ο γαμπρός έφερνε στο σπίτι του όργανα και το γλέντι άρχιζε. Διασκέδα­ζαν και χόρευαν με την ψυχή τους. Ύστερα πήγαιναν στο σπίτι της νύφης και συνέχιζαν το γλέντι εκεί.

 

Κυριακή του γάμου

Την Κυριακή το πρωί έρχονταν όλοι οι συγγενείς με μια μπουγάτσα, κρασί και δώρα. Έφερναν ακόμη και ένα πιάτο με φαγητό, που λεγόταν «κανίσκι». Στη συνέχεια έρχονταν τα όργανα και άρχιζε ο χορός.

 

α) Το πηγάδι — Νίψιμο της νύφης

Οι «παραδερφές» πήγαιναν στο σπίτι της νύφης, την έπαιρναν και την πήγαιναν στη βρύση. Η νύφη με δυο κανάτες έπαιρνε νερό, αφού πιο μπροστά έκανε τρεις φορές σταυρό και τρεις μετάνοιες και ασήμωνε τη βρύση. Στο γυρισμό για το σπίτι έριχνε λίγο νερό στο δρόμο. Μόλις έφτανε, ένιβε με το νερό αυτό πρώ­τα τους γονείς της και έπειτα και το υπόλοιπο σόι. Αυτοί την εύχονταν και τη δώριζαν.

 

β) Ξύρισμα του γαμπρού

Τα όργανα και «οι μπράτιμοι», αφού τέλειωνε το νίψιμο, ξαναγύριζαν στο σπίτι του γαμπρού και χό­ρευαν. Έπειτα πήγαιναν να πάρουν τον κουμπάρο. Ο κουμπάρος έπαιρνε το αρνί στον ώμο και τα δώρα της νύφης και έρχονταν στο σπίτι του γαμπρού. Αφού έ­τρωγαν, ξύριζαν το γαμπρό και τον τραγουδούσαν:

«Λούζουν, μπερμπερίζουν τ' αργυρό ξυράφι, σέρνει αγάλια αγάλια, τρίχα μη ραγίσει. Ελάτε οι δικοί μου κι όλοι οι συγγενείς μου,

μάστε τα μαλλιά μου,

μη τα μάσει ξένος

και μου κάνει μάγια,

μάγια στο κορμί· μου

 

γ) Στο σπίτι της νύφης

Όταν ήταν η ώρα να πάει ο γαμπρός στο σπίτι της νύφης για να την πάρει, ο συγγενείς της την απο­χαιρετούσαν και έλεγαν το τραγούδι:

«Ένα Σαββάτο βράδυ, μια Κυριακή πρωί

όλοι μο' διώχναν κι όλοι μου λέγουν φεύγα.

Ως κι η μάνα μου κι αυτή μου λέει φεύγα.

Φεύγω κλαίγοντας, φεύγω παραπονιώντας.

Παίρνω ένα στρατί, στρατί και μονοπάτι,

βρίσκω ένα δεντρί, δεντρί καμαρωμένο.

Στέκω το ρωτώ, βαριά και το ξιτάζω:

— Δεντρί, με δέχεσαι να δέσω τ' άλογο μου;

— Για η ρίζα μου να δέσεις τ' άλογο σου, για κι ο κλώνος μου κρεμάσεις τ' άρματα σου, για κι ο ίσκιος μου να πέσεις να πλαγιάσεις».

• Όταν έφτανε ο γαμπρός στο σπίτι της νύφης, την περίμενε έξω και της έριχνε τρεις φορές κουφέτα. Η νύφη τον έβλεπε μέσα από μια σΐτα, που την είχαν βάλει μπροστά στο παράθυρο. Έβγαινε απ' το σπίτι της με το δεξί το πόδι και πατούσε πάνω στο κρασί, που έριξε στην πόρτα μ' ένα ποτήρι η μάνα της, και στο δαχτυλίδι κάνοντας τρεις φορές σταυρό.

 

 

δ) Τα στεφανώματα

Στην εκκλησία πήγαιναν με τα όργανα. Στο δρόμο που πήγαιναν ένα παιδί προσπαθούσε να χαλάσει τις πατημασιές του γαμπρού και της νύφης, γιατί πίστευαν ότι κάποιος μπορούσε να πάρει λίγο χώμα και να κάνει μάγια.

 

ε) Το γλέντι μετά τα στεφανώματα

Μετά τη στέψη πήγαιναν στο σπίτι του γαμπρού. Η πεθερά περίμενε τη νύφη στην πόρτα με μια κου­λούρα κι ένα ποτήρι μέλι. Η νύφη σταύρωνε την πόρτα με το μέλι και έμπαινε στο νέο της σπίτι με το δεξί πόδι. Ύστερα άρχιζε ο χορός. Πρώτος χόρευε ο κου­μπάρος με την κουλούρα στο κεφάλι και στο τέλος την έσπαζε σε τέσσερις μεριές και μοίραζε κομματάκια σ' όλους τους προσκαλεσμένους. Έπειτα χόρευε ο γα­μπρός, η νύφη τον «νυφιάτικο» χορό και στη συνέχεια οι υπόλοιποι συγγενείς.

Το βράδυ όλοι οι συγγενείς μαζεύονταν στο σπίτι του γαμπρού και διασκέδαζαν ως το πρωί.

 

στ) Η Δευτέρα μετά το γάμο

 

Τη Δευτέρα η νύφη δε σκούπιζε καθόλου. Το α­πόγευμα οι συγγενείς της πήγαιναν με διάφορα γλυκά για να τη δούν. Η νύφη τους κερνούσε φορώντας τα δευτεριάτικα ρούχα και φεύγοντας δεν τους γυρνούσε την πλάτη σε ένδειξη σεβασμού.

ζ) Η Τετάρτη μετά το γάμο Την Τετάρτη η νύφη έκανε πίτα, την οποία μοίρα­ζε στους συγγενείς της και πήγαινε να χτενιστεί στη μάνα της.

η) Η Κυριακή μετά το γάμο Την Κυριακή γίνονταν τα «πιστρόφια». Οι συγγε­νείς έπαιρναν τους νιόπαντρους στο σπίτι τους, τους κερνούσαν και στη νύφη έδιναν μια μπουμπουνιέρα.

ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ

1)

«Μια κόρη, μια Βολιώτισσα, μια νεοπαντρεμένη στο παραθύρι κάθεται, τη θάλασσα αγναντεύει. Είχε ασημένιο αργαλειό- και φιλντισένιο χτένι και τη σαΐτα που 'ρίχνε όλο μαργαριτάρια κι από τον βρόντο τον πολύ κι απ' τα ψηλά τραγού­δια

πραματευτής εδιάβαινε και την καλημερούσε.

— Κόρη μου, δεν παντρεύεσαι πραματευτή να πά­ρεις;

— Κάλιο να σκάσει ο μαύρος σου παρά το λόγο που 'πες.

Έχω άντρα στην ξενιτιά, άντρα ξενιτεμένο δώδεκα χρόνια καρτερώ, τρία τον περιμένω από τα τρία και έπειτα καλόγρια θά γένω.

— Κόρη μου, εγώ είμαι ο άντρας σου, εγώ και ο καλός σου.

— Κι αν είσαι συ ο άντρας μου και είσαι ο καλός μου,

δείξε σημάδια του σπιτιού, σημάδια του κορμιού μου.

Έχεις μηλιά στην πόρτα σου και πιργουλιά στη σκάλα

και ανάμεσα στα στήθια σου σ' έχω μαχαιρωμένη.

        Ξένε μου εσύ είσαι ο άντρας μου εσύ 'σαι και ο καλός μου».

2)   «Άσπρο τραντάφυλλο φορώ, βολιόμαι να το βάψω

κι αν το πιτύχω στη βαφή πολλές καρδιές θα κάψω. Θά κάψω μια, θα κάψω δυο, θα κάψω τρεις και πέντε, θα κάψω και την αγάπη μου πως μ' έκαψε και μένα».

3)   «Αρχοντογιός, αρχοντογιός παντρεύεται και παίρνει προσφυγούλα προσφυγούλα, μαυρομάτα μου

και παίρνει προσφυγούλα προσφυγούλα, σε κλαιν τα μάτια μου.

Σαν το 'μαθε, σαν το μαθε κι η πεθερά

πολύ της κακοφάνκε

προσφυγούλα, μαυρομάτα μου

πολύ της κακοφάνκε

προσφυγούλα, σε κλαιν τα μάτια μου.

Πιάνει δυο φί-, πιάνει δυο φίδια ζωντανά ευθύς τα τηγανίζει προσφυγούλα, μαυρομάτα μου ευθύς τα τηγανίζει

προσφυγούλα, σε κλαιν τα μάτια μου.

Έλα νυφή, έλα νυφή να φας φαΐ χέλια τηγανισμένα προσφυγούλα, μαυρομάτα μου χέλια τηγανισμένα

προσφυγούλα, σε κλαιν τα μάτια μου.

Και με την πρώ-, και με την πρώτη πηρουνιά

η νύφη φαρμακώθκε

προσφυγούλα, μαυρομάτα μου

η νύφη φαρμακώθκε

προσφυγούλα, σε κλαιν τα μάτια μου.

Ρε πεθερά, ρε πεθερά, φέρε νερό να σβήσω το φαρμάκι προσφυγούλα, μαυρομάτα μου να σβήσω το φαρμάκι προσφυγούλα, σε κλαιν τα μάτια μου.

Εδώ νερό, εδώ νερό δεν έχουμε

ούτε κρασί πουλιέται

προσφυγούλα, μαυρομάτα μου

ούτε κρασί πουλιέται

προσφυγούλα, σε κλαιν τα μάτια μου».