Γέννηση

 

Εγκυμοσύνη

Η έγκυος γυναίκα δεν έπρεπε να σηκώνει βάρη και ότι ζητούσε έπρεπε να της το φέρνουνε για να μην "απορίξει" το παιδί.Οι δικοί της παρατηρούσαν την κοιλιά της και αποφαίνονταν για το γένος του παιδιού.Άν ήταν μυτερή έλαγαν ότι θα είναι αγόρι.Άν ήταν στρογγυλή ότι θα κάνει κορίτσι.Όσοι την συναντούσαν της εύχονταν "καλή λευτεριά".Τα μικρά παιδιά ,για να δουν τι θα γεννήσει η έγκυος,έπαιρναν το "στοίχημα"(κόκκαλο από κότα ),κρατούσαν από μια άκρη και το τραβούσαν,αφού πρώτα έλεγαν το όνομα της εγκύου.Όποιο παιδί είχε το μεγαλύτερο μέρος του "στοιχήματος" ,τότε η έγκυος που έβαλε θα γεννούσε αγόρι ,ενώ στην αντίθετη περίπτωση θα γεννούσε κορίτσι.

Τοκετός

Μόλις ερχόταν η ώρα και την έπιαναν οι πόνοι ειδοποιούσαν τη γριά μαμή, που την έλεγαν «μπάμπω».

Αυτή θα ξεγεννούσε την «αγγαστρωμένη». Ερχόταν στο σπίτι της εγκύου μυστικά και με προφυλάξεις, για να μην πληροφορηθεί κανείς τίποτε. Η «μπάμπω» ράν­τιζε την έγκυο γυναίκα με νερό, της άλειφε την κοιλιά με λάδι και της έβαζε ζεστή κεραμίδα στη μέση, για να τη διευκολύνει στη γέννα. Μόλις έβγαινε το μωρό, η μαμή ανακοίνωνε το φύλο του. Αν ήταν αγόρι έλεγε: «παιδί» ή «αρσενικό» και αν ήταν κορίτσι, «θηλυκό». Αλάτιζαν το μωρό, του έβαζαν «πιλένες» (πάνες) και στη συνέχεια το φάσκιωναν με τις «φασκιές», που ή­ταν κόσες φτιαγμένες με μάλλινη κλωστή. Το φάσκιω-μα γινόταν για να μη στραβώσουν τα πόδια του μωρού και για να μη κουνιέται. Στη φασκιά έβαζαν ασημένιο νόμισμα, για να μη ματιάζεται το μωρό και στην άκρη της σκόρδο και λουλάκι. Στη λεχώνα έδιναν να πιεί τσάι και πιλάφι για φαγητό. Τά μικρά παιδιά έτρεχαν στα σπίτια των συγγενών για να πάρουν «σχαρίκια».

 

 Το λουτρό του μωρού

Στις τρεις μέρες θα έλουζαν το μωρό για πρώτη φορά. Έρχονταν η «μπάμπω» στο σπίτι της λεχώνας, έπαιρνε μια κανάτα με νερό και στη συνέχεια πήγαινε στον παπά για να το διαβάσει.

Με το αγιασμένο νερό, που μέσα έριχναν κρασί και βασιλικό, η «μπάμπω» έλουζε το μωρό και οι συγγένισσες γυναίκες έριχναν μέσα στη λεκάνη διάφορα νομίσματα και της εύχονταν να της ζήσει. Αγιασμένο νερό έριχναν και στο πρόσωπο της λεχώνας και το κρατούσαν σπίτι για σαράντα ημέρες. Εκείνη την ημέ­ρα φίλευαν την «μπάμπω».

Η λεχώνα μπροστά στο στήθος είχε ένα πανί, στο οποίο τύλιγαν ψωμί, σκόρδο, λουλάκι και θυμίαμα, για να μη ματιάζεται. Όταν πήγαινε στη βρύση για να πλύνει τα ρούχα της, έπαιρνε και μια φέτα ψωμί. Το έπλενε τρεις φορές και στη συνέχεια το 'τρωγε, για να κατεβάσει γάλα.

Το βράδυ της τρίτης μέρας έβαζαν κάτω απ' το μαξιλαράκι του μωρού ψωμί και ασημένια νομίσματα.

Στο λουτρό του μωρού προσκαλούσαν και την «παραμάνα».

 

Λοχεία

Κατά τη διάρκεια της λοχείας η λεχώνα έπαιρνε διάφορες προφυλάξεις. Δεν έβγαινε έξω απ' το σπίτι, δεν έμεινε μόνη της στο σπίτι και τη νύχτα δε μιλούσε, για να μην «ισκιωθεί». Της έδιναν να φάει κρεμμύδι, για να κατεβάσει γάλα και τοποθετούσαν κάτω απ' το μαξιλάρι της ψωμί και θυμίαμα. Αν η λεχώνα δεν είχε πολύ γάλα, πίστευαν ότι είχε ματιαστεί. Οι συγγένισσες γυναίκες που την επισκέπτονταν, της πήγαιναν μια κλωστή απ' το φόρεμα τους και η λεχώνα την έβαζε κάτω απ' το μαξιλάρι της.

Όταν η λεχώνα σαράντιζε, πήγαινε το πρωί στην εκκλησία φορώντας καινούρια ρούχα και έπαιρνε την ευχή απ' τον παπά. Πριν πάει στην εκκλησία, ράντιζε το σπίτι με το αγιασμένο νερό, που έλουσαν το μωρό, όταν γεννήθηκε.

Θηλασμός

Τις πρώτες μέρες που η λεχώνα δεν κατέβαζε ακό­μη γάλα, έπαιρναν την «παραμάνα» για να θηλάσει το μωρό. Αυτή ήταν μητέρα, που ήδη θήλαζε.

Ο θηλασμός του βρέφους διαρκούσε συνήθως ε­νάμισι χρόνο. Όταν ήθελαν να το «αποκόψουν», έβα­ζαν στη θηλή κινίνο ή πιπέρι.

 

 Ύπνος - Νανούρισμα

Στα μικρά παιδιά, για να κοιμηθούν το βράδυ και να μη τους ενοχλούν, έδιναν να πιουν τον «μάκο» (ύ­πνο βότανο). Έβραζαν νερό και μέσα έριχναν το βότα­νο. Το νερό αποκτούσε κόκκινο χρώμα. Στα μωρά έδι­ναν να πιουν μισό κουταλάκι. Όταν ήταν να τα νανου­ρίσουν τα 'λεγαν:

«Νάνι, να 'ρθει η μάνα του,

να 'ρθει κι ο μπαμπάκας του,

να του φέρει κατιτί,

λουκουμάκι στο χαρτί». «Ένα μικρό μικρούτσικο, μικρό και χαϊδεμένο μικρό το είχε η μάνα του, μικρό και ο μπαμπάς του. Το έλουζαν, το χτένιζαν και στο σχολειό το στέλ­νουν

κι ο δάσκαλος το καρτερεί με τη χρυσή τη βέργα.

— Παιδί μου, που' ν' τα γράμματα, παιδί μου, που' ν' ο νους σου;

— Τα γράμματα είναι στο χαρτί κι ο νους μου στα παιχνίδια».

 

 Αρρώστιες - Προλήψεις για το μωρό

Ο «ψωροφύτης» (εκζέματα πίσω στα αυτιά) ήταν μια από τις πιο συνηθισμένες παθήσεις και για την αντιμετώπιση του έκαναν μια αλοιφή, η οποία γινόταν με κρασί, με κρόκο αυγού, λάδι και ρακί πλυμένη με εννιά νερά.

Το μωρό δεν το καθρέπτιζαν πριν χρονίσει, όπως επίσης δεν του 'κοβαν τα μαλλιά και τα νύχια.

 

 Βαφτίσια

Τα μωρά τα βάφτιζαν συνήθως δέκα μέρες μετά τη γέννηση, γιατί φοβούνταν μήπως πεθάνουν και τα θάψουν σαν «τουρκάκια», όπως έλεγαν.

Τα βαφτίσια γίνονταν Κυριακή. Οι προετοιμασίες όμως άρχιζαν απ' το Σάββατο. Την ημέρα εκείνη έ­στελναν στον νούνο (ο κουμπάρος που τους στεφάνωνε, βάφτιζε και τα παιδιά) και στον παπά μια μεγάλη μπουγάτσα και μια «μπότσα» (κανάτα) κρασί, για να τους καλέσουν. Ήταν το λεγόμενο «κανίσκι». Επίσης το Σάββατο έκαναν και τα φαγητά για το τραπέζι που θα έστρωναν την Κυριακή. Στο παιδί έδιναν το όνομα που ήθελαν οι σπιτιάτοι ή το όνομα που ήθελε ο νού-νος. Πολλοί γέροι και γερόντισσες μάλιστα δεν ήθε­λαν να βγει τ' όνομα τους, γιατί φοβόντουσαν μήπως πεθάνουν.

Η μάνα του μωρού δεν πήγαινε στα βαφτίσια. Έ­μενε στο σπίτι και περίμενε τα παιδιά να της φέρουν τα «σχαρίκια». Τα παιδυχ στη συνέχεια ξαναπήγαιναν στην εκκλησία και περίμεναν να τελειώσει το μυστή­ριο, για να τους δώσει ο νούνος φιλοδώρημα.

Ο νούνος δέχονταν τις ευχές όλων: «πάντα άξιος, να σου ζήσει, τυχερό». Όταν τέλειωναν τα βαφτίσια, ο νούνος έπαιρνε το μωρό και το πήγαινε στη μητέρα του, η οποία πρώτα έκανε τρεις μετάνοιες και φιλούσε το χέρι του νούνου και μετά το κρατούσε στην αγκαλιά της.

Τα δώρα που έφερναν στο μωρό ήταν συνήθως κομμάτια από ύφασμα άσπρο («χασές») και «ντουλα-μάδες» (είδος ρουχισμού). Τα δώρα τα πήγαιναν οι γυναίκες στο σπίτι μετά την εκκλησία. Φεύγοντας, α­φού πρώτα είχαν καθίσει στο τραπέζι, δώριζαν το μω­ρό και εύχονταν στους γονείς και στους άλλους συγγε­νείς να «τους ζήσει»

 Κολυμπήθρες

 Νταχτιρίσματα

Τα μικρά παιδιά τα' παιρναν στα γόνατα τους και τα χόρευαν, λέγοντας τους διάφορα ποιηματάκια, που τα 'λεγαν «νταχτιρίσματα».

Παραθέτουμε μερικά:

1.      «Είχα τρία ψάρια, τα 'ψησα, τ' αλάτισα, στην πουλίτσα τα 'βαλα.

Πάει η γάτα τα 'φαγε,

τσιτ εδώ, τσιτ εκεί

μες στης μπάμπως το βρακί».

2.      «Μουσουδέντζι δε χωρέτζει, ποδαρέντζι δε χωρέτζει, βάζει ουρέντζι κα χωρέτζει και γυρίζει και γλυφέντζει».

(Για το ποντίκι που προσπαθούσε να γλείφει λάδι μέσα από ένα μπουκάλι, αλλά δεν το 'φτανε με την μουσούδα του και το πόδι του. Τελικά τα κατάφερε με τη βοήθεια της ουράς).

3.      «Πάππος, πάππος με τα γένια που στραγγίζει τα βαένια, πάει ο πάππος στο χωράφι, πάει κι η μπάμπω στο κατόπι, με την πίτα, με την τούρτα, με την πράσινη λαένα.

 

-       Πόθεν να 'ρθω, α βρε πάππε;

-       Απ' τον απάνω το δρόμο.

(έτρωγε η μπάμπω το πάνω μέρος της πίτας).

-       Πόθεν να 'ρθω, α βρε πάππε;

-       Απ' τον κάτω δρόμο.

(έτρωγε η μπάμπω το κάτω μέρος της πίτας).

-       Πόθεν να 'ρθω, α βρε πάππε;

-       Απ' τη μέση.

(έτρωγε η μπάμπω τη μέση).

-       Πόθεν να 'ρθω, α βρε πάππε;

-       Από γύρω.

(έτρωγε η μπάμπω και το γύρω)».

 

 

Σχολική ζωή

Η σχολική ζωή τα παλιότερα χρόνια δεν ήταν και τόσο ευχάριστη για τα παιδιά, αφού και οι τιμωρίες των δασκάλων ήταν πολύ αυστηρές και τους έλειπαν τα μέσα για να γίνει κανονικό μάθημα.

Από μαρτυρίες των γερόντων μαθαίνουμε ότι το παλιό σχολείο βρισκόταν στη θέση, που τώρα είναι χτισμένο το σπίτι του κ. Ιωάννη Καρανά. Αποτελούν­ταν από μια αίθουσα μεγάλη για τη διδασκαλία και υπήρχαν επίσης δύο κάμαρες, για να μένουν οι δάσκα­λοι. Το χειμώνα οι μαθητές έφερναν ξύλα απ' το σπίτι τους για ν' ανάψουν τη σόμπα. Το υπόγειο ήταν πολύ μεγάλο. Τα θρανία ήταν μεγάλα, ξύλινα σαν σκαμνιά και κάθονταν όλα τα παιδιά μαζί. Υπήρχε και μαυρο­πίνακας, στον οποίο έγραφαν με κιμωλίες.

Οι μαθητές αντί για σάκκα είχαν ένα μάλλινο τα-γάρι, που μέσα έβαζαν την πλάκα και το κοντύλι. Αυτά ήταν τα σχολικά τους είδη.

Ο δάσκαλος, όταν ήθελε να τους τιμωρήσει, τους σήκωνε ψηλά απ' τα αυτιά ή τους χτυπούσε πολλές φορές στα χέρια με μια βέργα ή τους έκλεινε μέσα στο σχολείο. Όταν τους χτυπούσε με τη βέργα έλεγαν το ποιηματάκι: «Ένα, δύο, τρία παντρεύεται η Μαρία και παίρνει το Βαγγέλη με το χρυσό το χέρι».

ΠΑΙΔΙΚΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ

Σιτζιά: ήταν σαν το μεταγενέστερο τζαμί. Τοποθε­τούσαν τα παιδιά πέτρες επίπεδες τη μία πάνω στην άλλη και τις σημάδευαν με μια άλλη πέτρα.

Τούρλιο: διακρινόταν αυτός που ήταν καλός στο σημάδι. Τοποθετούσαν κάτω μία «τσουρτσουλωτή» πέ­τρα και τη σημάδευαν.

Σκλαβάκια: παίζεται από δύο ομάδες. Προσπαθού­σαν να πιάσουν «σκλάβους» τους αντίπαλους.

Σίκια: είναι τα κόκκαλα των αστραγάλων διαφό­ρων ζώων. Έβαζαν μερικά σίκια μέσα σ' έναν κύκλο και προσπαθούσαν από ορισμένο σημείο μακρυά από τον κύκλο με ένα μεγάλο σίκι να τα βγάλουν έξω από τον κύκλο.