Θεοφάνεια

 

ΤΑ ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ

Τα θεοφάνεια είναι η τελευταία γιορτή του Δωδε­καήμερου. Την παραμονή γύριζε ο παπάς με τον αγια­σμό σε όλα τα σπίτια, και την ημέρα εκείνη οι χωρια­νοί ήθελαν να κάνει κρύο πολύ, παγωνιά, και πίστευαν ότι με την παγωνιά δεν θα έχουν αρρώστιες και όλα θα πήγαιναν καλά στο χωριό. Ακόμη όλες τις μέρες των εορτών βάζανε στο τζάκι κούτσουρα και δεν το άφηναν να σβήσει καθόλου, μέρα-νύχτα. Το πρωί στις 5 η ώρα πήγαιναν στην εκκλησία· στο τέλος της λει­τουργίας έβγαζαν δημοπρασία την εικόνα της βαπτίσεως και αυτός που την έπαιρνε εκείνη την ημέρα γιόρταζε. (Το έθιμο αυτό καταργήθηκε με τον π. Γεώρ­γιο Καράτζιο και τώρα δηλώνει όποιος επιθυμεί να πάρει την εικόνα για μια εβδομάδα, αφού νηστέψει, εξομολογηθεί και κοινωνήσει με την οικογένεια του. Έτσι η ευλογία της εικόνας πηγαίνει σ' όλο το χω­ριό).

Όλο το χωριό πήγαινε για «χρόνια πολλά». Το πρωί έκαναν επίσκεψη οι άνδρες και το απόγευμα οι γυναίκες. Το κέρασμα για τους άνδρες ήταν καφές, ενώ για τις γυναίκες λουκούμι.

Μετά την Θεία Λειτουργία έπαιρναν όλοι οι άν­δρες τις εικόνες της Εκκλησίας του Αγίου Νικολάου και κατέβαιναν στο εκκλησάκι του Αγίου Αθανασίου, έκαναν τρεις κύκλους και μετά πήγαιναν στην βρύση. Κατά την διαδρομή ψάλανε το «Κύριε Ελέησον» όλοι μαζί.

Ο Ιερέας έριχνε το σταυρό στη δεξαμενή και τα παιδιά που παίρναν το σταυρό, πλένανε και τις εικόνες με το Αγιασμένο νερό. Καθόντουσαν μετά στην σειρά, ασπαζόντουσαν όλοι με ευλάβεια και επιστρέφανε τις εικόνες πίσω στην Εκκλησία.

Μετά οι γυναίκες πήγαιναν στη βρύση με την ει­κόνα του σπιτιού σ' ένα καλάθι και ακόμη μέσα σ' αυτό βάζαν καρύδια, βρυζάχυρο, το χριστόψωμο που κάναν για τα ζώα και τα μούσκευαν στο νερό. Το Χρι­στόψωμο το δΐναν στα ζώα· το βρυζάχυρο το δέναν στο αμπέλι, στο χωράφι, στα δέντρα. Μαζί με αυτά ρίχναν και αγιασμό. Τα φαγητά ήταν πατσιάς, σαρμά­δες και οι κρεατόπιτες.

 

 ΤΟΥ ΑΙ-ΓΙΑΝΝΙΟΥ

Του Αι-Γιαννιού στο νάρθηκα της Εκκλησίας εί­χαν μια παραδοσιακή πολυθρόνα (ξύλινος καναπές που υπήρχε στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου).

Στο τέλος της λειτουργίας όλοι με τη σειρά κά­θονταν και για τον καθένα που κάθονταν δύο παιδιά κάθε φορά τον σήκωναν τρεις φορές και φώναζαν «Ά­ξιος-Άξιος» και τους δίναν από καμμιά δεκάρα, μισή δραχμή ή ό,τι ήθελε ο καθένας. Μετά την Εκκλησία γύριζαν στα σπίτια, στα άτομα που δεν ήταν στο εκ­κλησίασμα και τους κάναν το ίδιο και στα σπίτια τους.