Πάσχα

 

ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ

Η γιορτή του Λαζάρου ήταν αποκλειστικά γιορτή των κοριτσιών. Τα κορίτσια συγκροτούνταν σε ομάδες

και την Παρασκευή το απόγευμα πήγαιναν στο βουνό, γνα να στολίσουν τα καλαθάκια τους με πολύχρωμα λουλούδια και φτέρες.

Το Σάββατο του Αγίου Λαζάρου συγκεντρώνονταν σ' ένα σημείο του χωριού και γύριζαν στα σπίτια πα-ρέες-παρέες. Οι νοικοκυρές έδιναν στα κορίτσια χρή­ματα και αυγά. Στο κάθε σπίτι, τραγουδούσαν το κα­τάλληλο τραγούδι και άρχιζαν με το παρακάτω: «Ξύπνα, Λάζαρε και μη κοιμάσαι τώρα λάλησαν τα χελιδόνια, τώρα ξύπνησαν πουλιά κι αηδόνια. Πέρσι τούτον τον καιρό έσπειρα βασιλικό πήγα φέτος να τον δω φύτρωσε, δε φύτρωσε και λιανοπρασίνισε. Οι κοτούλες σας αυγά γεννούνε κι οι φωλίτσες σας δεν τα χωρούνε δος και μας καλέ να τα χαρούμε».  

 

ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ

Μεγάλη Πέμπτη:

Το πρωί οι νοικοκυρές έβγαζαν στα μπαλκόνια τους κόκκινες βελέντζες και τις κρατούσαν όλη τη μέρα, για να δείξουν ότι θα βάψουν τ' αυγά. Τα έβαφαν με κόκκινο χρώμα και από πάνω έκαναν πέρδικες. Ε­πίσης τη Μεγάλη Πέμπτη ζύμωναν ρεβιθένιες κουλού­ρες για να τις στείλουν στους κουμπάρους και καθάρι­ζαν το σπίτι.

Μεγάλη Παρασκευή:

Τη Μεγάλη Παρασκευή οι καμπάνες των εκκλη­σιών του Αγίου Νικολάου και της Ανάληψης χτυπού­σαν πένθιμα όλη τη μέρα. Καμιά νοικοκυρά δε μαγεί­ρευε και όλοι τηρούσαν αυστηρά την νηστεία τρώγον­τας πρόχειρα νηστίσιμα φαγητά. Εκείνη τη μέρα επί­σης δε σκούπιζαν, δεν κεντούσαν, δεν μπάλωναν και δεν κάρφωναν.

Μεγάλο Σάββατο:

Οι νοικοκυρές το πρωί καθάριζαν το σπίτι κα το έστρωναν με τα καλύτερα στρωσίδια. Πριν παν στην εκκλησιά για την Ανάσταση, ετοίμαζαν τη μαγειρίτσα, για να τη φάνε, όταν επιστρέψουν.

Φορούσαν τα γιορτινά τους ρούχα και πήγαιναν στην εκκλησία για να κάνουν Ανάσταση. Μόλις άκου­γαν το «Χριστός Ανέστη», φιλιούνταν, αντάλλασαν ευ­χές και τσούγκριζαν τ' αυγά τους. Στο γυρισμό για το σπίτι πρόσεχαν πολύ μη τους σβήσουν οι λαμπάδες, γιατί ήθελαν με το καινούριο φως ν' ανάψουν τα καν­τήλια. Στο εικονοστάσι έβαζαν ένα κόκκινο αυγό και το άφηναν εκεί για ένα χρόνο.

 

ΠΑΣΧΑ

Την ημέρα του Πάσχα έστρωναν γιορτινό τραπέζι, στο οποίο τα ψητά είχαν κυρίαρχη θέση. Οι γέροι μάλιστα διάβαζαν τη σπάλα του αρνιού και προμάν-τευαν διάφορα γεγονότα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΔΕΥΤΕΡΑ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ

Μετά την εκκλησία οι γυναίκες που ήταν στα ά­σπρα ντυμένες, πιάνονταν χέρι-χέρι, τραγουδούσαν και χόρευαν.

Παραθέτουμε μερικά πασχαλιάτικα τραγούδια: α) «Ήρθαν τα Πασχαλιόγιορτα κι οι καλές οι μέρες, τώρα μαγιά, τώρα δροσιά, τώρα 'ναι καλοκαίρι, :ώρα φουντώνουν τα κλαδιά, ισκιώνουν τα σοκάκια, τώρα κι ο ξένος βούλεται να παει στα δικά του. Νύχτα σελώνει το μαύρο του, νύχτα τον καλιγώνει, βάνει ασημένια πέταλα, καρφιά μαλαματένια και τα καλιγοσφύρια του σπυρί μαργαριτάρι. Κι η κόρη που τον αγαπά κι η κόρη που τον θέλει.

— Πάρε με, ξένε, πάρε με και μένα στα δικά σου να μαγειρεύω να δειπνάς, να στρώνω να κοιμάσαι».

β) «Κάτω στην άσπρη πέτρα, κάτω στο γιαλό παίζουν τα παλικάρια, παίζουν χαίρονται και ρίχνουν τα τζιρίτια στον ανήφορο. Σκότωσαν τον Γιαννάκη, τον αρματολό, οι Τούρκοι τον σκότωσαν κι οι Ρωμιοί τον κλαιν και δυο καλά κορίτσια τον μοιριολογούν:

— Να 'χες μάνα βρε Γιαννάκη, να ' χες κι αδερφή να 'χες και καλή γυναίκα να 'ρθει να σε δει.

Τον λόγο δεν τον είπαν, δεν τον έσωσαν.

        Να η μάνα σου, Γιαννάκη, να κι η αδερφή, να κι η καλή γυναίκα που 'ρθε να σε δει

με δυο παιδιά στο χέρι, το τρίτο στην κοιλιά».

γ) «Ζιμπιλάκι μου γαλάζιο σε κοιτώ κι αναστενάζω. Αν σε δω σε ξένα χέρια, σφάζομαι με δυο μαχαίρια κι αν σε δω και στα δικά μου, τότε χαίρεται η καρδιά μου».

δ) «Δέκα καράβια τούρκικα και δεκαοχτώ ρωμαίικα μια ρωμιοπούλα κυνηγούν γυναίκα να την πάρουν. Κι η κόρη που το φόβο της και που την τρομαριά της

πέτρα την πέτρα περπατεΐ, λιθάρι 'πο λιθάρι

και στον Αι-Γιώργη πήγαινε και στον Αι-Γιώργη πάει:

— Κρύψε με, Αι-Γιώργη, κρύψε με να μη με πάρει ο Τούρκος.

Θα φέρω λάδι μι φουρτιά· κεριά με τ' αραμπάδια.

Κι ο Τούρκος φάνηκε γοργά, την κόρη για να πάρει:

— Δείξε με, Αι-Γιώργη, δείξε με την κόρη για να πάρω.

Θα φέρω λάδι μι φουρτιά κεριά με τ' αραμπάδια, θα φέρω κι άλογο βοργό να περπατεΐς καβάλα.

 

Κι Αι-Γιώργης ήταν περήφανος, φανέρωσε την κόρη».

Τη Δευτέρα του Πάσχα οι βαφτισιμιοί άλλαζαν κουλούρια με τις νουνές τους. Τις πήγαιναν μια ρεβυ-θένια κουλούρα και κόκκινα αυγά, των οποίων ο αριθ­μός έπρεπε να είναι μονός. Στο μαντήλι που ήταν τυ­λιγμένη η κουλούρα, η νουνά πρόσθετε μερικά δικά της κόκκινα αυγά, λίγα στραγάλια και μερικά νομίσμα­τα και δώριζε τα βαπτιστικά της.

 

 

 

ΑΙ-ΓΙΩΡΓΗΣ

Όταν ξημέρωνε τ' Αι-Γιωργιού, οι γυναίκες πή­γαιναν στο βουνό, έκοβαν λουλούδια και πρασινάδες και στόλιζαν την πόρτα του σπιτιού.

Κατόπιν πήγαιναν στο αχούρι και χάιδευαν τα ζώα με κλαδιά για να 'ναι γερά.

Στους γελαδάρηδες προσφέρανε την μέρα του Αι-Γιωργιού κουλούρα και αυγά.

 

αργίες

Μετά το Πάσχα πέντε Πέμπτες δεν δούλευαν μέ­χρι την γιορτή της Αναλήψεως, για να μην ρίχνει χαλάζι.

Η Κυριακή επίσης ήταν μέρα αργίας. Στις περισσότερες γιορτές δεν δούλευαν, όπως ε­πίσης και την Μ. Παρασκευή.