Χριστούγεννα

 

ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

Η μέρα αυτή ήταν για τις Δισπηλιώτισσες αρκετά κοπιαστική. Το σπίτι έπρεπε να λάμπει από καθαριό­τητα, τα γιορτινά ρούχα όλων των μελών της οικογέ­νειας θα έπρεπε να είναι έτοιμα για τη μεγάλη γιορτή των Χριστουγέννων.

 

Την παραμονή κάθε νοικοκύρης έσφαζε το γου ρούνι του. Σηκωνόταν το χάραμα και, αφού το έσφα­ζαν, το έγδερναν και το κομμάτιαζαν. Το δέρμα του ζώου το ξύριζαν, το καψάλιζαν, το έκοβαν μικρά κομ­ματάκια και το αλάτιζαν. Αυτές ήταν οι «κουζλίγκες» που τις χρησιμοποιούσαν στα φαγητά. Αν το γουρούνι ήταν πολύ μεγάλο, το δέρμα του το άλειφαν με στάχτη και αλάτι, το κρεμούσαν μέχρι να ξεραθεί και τόκαναν τσαρούχια.

Το πισινό μπούτι του γουρουνιού το 'βαζαν 40 ημέρες σ' ένα καδί μ' αλάτι. Μετά το ζεμάτιζαν, το 'πλυναν, το αλάτιζαν, έβγαζαν το κόκκαλο και το κρε­μούσαν. Ήταν ο λεγόμενος «παστουρμάς» που τον έ­τρωγαν όλο το χρόνο. Έκαναν και «καβουρμά» από μεγάλα κομμάτια ψαχνό κρέας που το καβούρντιζαν με λίγδα (λίπος) και το διατηρούσαν μέσα σε δοχεία όλο το χειμώνα.

Οι γυναίκες στο μαγεριό του σπιτιού μέσα σ' ένα μεγάλο καζάνι έλιωναν το γουρούνι και έκαναν τις «τσιγαρίδες», ένα πολύ νόστιμο μεζέ και έβγαζαν τη «λίγδα», λίπος.

Σ' ένα άλλο μεγάλο τηγάνι ετοίμαζαν την «τηγα­νιά» για το μεσημεριανό τραπέζι. Έκαναν επίσης και τα λουκάνικα με τα έντερα του γουρουνιού, λίγο παστό κρέας, μπόλικα κρεμμύδια και μπαχαρικά. Το μεσημέρι όλοι οι συγγενείς ήταν καλεσμένοι στο τραπέζι για να γευτούν την τηγανιά, τις τσιγαρίδες τις ψημένες στα κάρβουνα, μπριζόλες και καλό κόκκινο κρασί. Ήταν μια πραγματική γιορτή για την οικογένεια, μια χαρά, μια γουρουνοχαρά.

 

 "Γουρουνοχαρά"

Την παραμονή των Χριστουγέννων ζύμωναν και τα «κουλιάτσια» (κουλούρια) τα οποία είχαν στρογγυλό σχήμα και τα στόλιζαν τρυπώντας τα με το πηρούνι.

Τα κουλούρια ήταν τριών ειδών (για τα παιδιά που θα ψάλλουν τα κάλαντα, για τους βοσκούς και για τα ζώα). Για τα πρόβατα τα κουλούρια ήταν μεγάλα και στρογγυλά με σταυρό στη μέση. Για τα βόδια εί­χαν σχήμα οχταριού. Όλα αυτά τα κρεμούσαν και τα Φώτα τα μούσκευαν στα αγιασμένα νερά και τα 'διναν στα ζώα.

Το Χριστόψωμο, ήταν πλαστό ψωμί που το έψηναν στο ταψί και το στόλιζαν στη μέση με το σταυρό από το ίδιο το ζυμάρι και με διάφορα σχέδια (σπίτια, μαν­τρί, αρνιά).

"Χριστόψωμο"

Δεν έπρεπε το Χριστόψωμο να είναι ρεβυθένιο. Το έβαζαν πάνω στο τραπέζι για το καλό και την ευτυ­χία του σπιτιού. Τα αγόρια του χωριού ξημερώνοντας κόλιαντα άναβαν μεγάλη φωτιά στην πλατεία του χω­ριού με ξύλα και τσάκνα «για να ζεσταθεί η αρκούδα που ναι' λεχώνα», φωνάζοντας «κόλιαντα, κόλιαντα».

Το πρωί οι γυναίκες έπαιρναν στάχτη απ' τη φω­τιά και την έβαζαν στις φωλιές για να βγάλουν πουλιά.

Επίσης οι γυναίκες ετοιμάζανε πατσά (από το κε­φάλι του γουρουνιού) και έκαναν και σαρμάδες.

"Σαρμάδες"

Μαγείρευαν επίσης πίτα με κρέας και τσιγαρισμένο κρεμμύδι.

 

 

«ΚΟΛΙΑΝΤΑ» (ΚΑΛΑΝΤΑ)

Στις δώδεκα το βράδυ την παραμονή των Χριστου­γέννων τα αγόρια (κολιαντάρια) του χωριού πήγαιναν «κόλιαντα». Κάθε ομάδα, αφού άναβε πρώτα τη «μπουμπούνα» της, μεγάλη φωτιά, ξεκινούσε από το σπίτι του παπά.

Όλα τα παιδιά είχαν κάνει τις «τζιουμπανίκες» τους, μακρύ ξύλο από ρόζο στρογγυλεμένο στην άκρη, για να χτυπούν τις ξύλινες πόρτες των σπιτιών.

Κάθε νοικοκυρά έβαζε μέσα στο σπίτι ένα παιδί, που έπρεπε να είναι από καλή οικογένεια, να μην είναι ορφανό, για να κάνει το «ποδαρικό» στο σπίτι.

Αυτό σκάλιζε τη φωτιά και έλεγε διάφορα λόγια για το καλό του σπιτιού. Στα παιδιά έδιναν «κολα­τσιά», στρογγυλά ψωμάκια, κάστανα και δραχμούλες.

Στα «κόλιαντα» λέγανε:

«Ήρθαν παιδιά μ' τα κόλιαντα όλοι να συναχτούμε, πάρτε τις τζουμπανίκες σας και στον Αη-Λια να βγούμε, να κάψουμε τις κλαδαρ(ι)ές να πούμε και του χρόνου άντε-άντε μπάμπω άντε κανά κουλάτσι κανά φλουρί, κανά γρόσι».

«Σήμερα είναι κόλιαντα αύριο είναι ο Χριστός γεννιέται και βαπτίζεται στους ουρανούς πηγαίνει οι άγγελοι χαΐρουνται οι διάβολοι σκάζουν τα σίδερα δαγκάνουν άντε-άντε μπάμπω κανά κάστανο, κανά κουλάτσι, κανά γρόσι κανά φλουρί».

«Τα συχαρίκια μωρέ κυρά φάσκιωσεν η Παναγιά γέννησεν το Χριστό γεννήθηκε και βαπτίστηκε στους ουρανούς επήγε.

Κόλιαντα μπάμπω, κόλιαντα σουρ μπάμπω Σήληνα δικό σ' σκυλί μι δάγκωσεν τρανή κουλούρα θέλω κι αν δεν μι δώσεις κουλούρα θα σι δώσω μι την τσικούρα κόλιαντα μπάμπω, κόλιαντα».

 

 

 ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΤΙΚΑ ΚΑΛΑΝΤΑ

«Βασίλη πόθεν έρχεσαι και πόθεν κατεβαίνεις; από τα ξένα έρχομαι στο σπίτι μου παγαίνω. Αν έρχεσαι από ξενητιά πες μας κανά τραγούδι. Εγώ τραγούδια μάθαινα τραγούδια να σας λέω. Στην πατιρίτσα ακούμπησε να πη την Άλφα-Βήτα και η πατιρίτσα ήταν χλωρή και απόλυσε κλωνάρι. • Πολλά είπαμε τ* αφέντη μας ας πούμε και της κυράς μας και συ κυρά μ' αρχόντισσα τις δούλες να προστάζεις. Την Κυριακΐτσα το πρωί να σηκωθείς ν' αλλάξεις στην Εκκλησιά να'πάεις

βάζεις τον ήλιο πρόσωπο

και το φεγγάρι στήθη,

βάζεις και τον Αυγερινό

καθάριο δαχτυλίδι

ένα μικρό μικρούτσικο

σπυρί μαργαριτάρι.

Σαββάτο μέρα γεννήθηκε

την Κυριακή βαπτίσθηκε

και την Δευτέρα το πρωί

βγήκεν και στο παζάρι».