Γεωργία
Γεωργία:
Καλλιεργούσαν σιτάρι, καλαμπόκι, βρύζα, καπνά. Η παραγωγή δεν ήταν αρκετή και γι' αυτό κάνανε και άλλες δουλειές.
Αναφέρουμε τις αγροτικές ασχολίες αναλυτικά:
I. Η σπορά των χωραφιών
Οι προετοιμασίες για τη σπορά των χωραφιών άρχιζαν την προηγούμενη μέρα, όπου ο γεωργός απολύμανε το σιτάρι περνώντας το από διάλυμα γαλαζόπετρας. Στη συνέχεια, για να μη παγώνουν τα σιτάρια το χειμώνα, έριχνε στο σιτάρι τη στάχτη, που είχε μαζέψει κατά τη διάρκεια του Δωδεκαήμερου. Η νοικοκυρά αποβραδίς ζύμωνε και έψηνε μια μπουγάτσα, για να την πάρουν μαζί τους στο χωράφι. Η σπορά γινόταν συνήθως μέρα Τετάρτη.
Ο γεωργός το πρωί έπαιρνε το ζευγάρι (δύο βόδια), το γαϊδουράκι και τα παιδιά του και ξεκινούσε. Στο γαϊδουράκι είχε φορτώσει την «μπούκλα» (ξύλινο στρογγυλό δοχείο για νερό), το «τσαπί» και το «σπει-ροσάκι» ή τον «κάψο» (κόσκινο χωρίς τρύπες στη βάση του). Πάνω στο σπειροσάκι είχαν ράψει με κόκκινη κλωστή ένα ασημικό, ένα σκόρδο, για να μη ματιάζονται τα βόδια, και ένα κλωνάρι βασιλικού, για να έχει πυκνές ρίζες το σιτάρι, όπως και ο βασιλικός.
Την πρώτη μέρα που θα έσπερνε σταυροκοπιόνταν και με την ευχή «καλά μπιρικέτια» άρχιζε τη σπορά.
Η νοικοκυρά, αν έμενε στο σπίτι, έπαιρνε διάφορες προφυλάξεις. Δεν άναβε φωτιά, για να μη μαυρίζουν τα σιτάρια και, όταν κάποιος ερχόταν στο σπίτι για να ζητήσει κάτι, η απάντηση της ήταν η εξής: «Δεν δίνουμε σήμερα, γιατί βγάλαμε σπόρο».
II. Θερισμός
Ο θερισμός γινόταν τον Ιούλιο (γι' αυτό πήρε και την ονομασία «Θεριστής») και πάντα ημέρα Τετάρτη. Φρόντιζαν επίσης να τελειώνουν ημέρα Σάββατο.
Επειδή τα χωράφια ήταν πολλά, όλη η οικογένεια πήγαινε για να βοηθήσει. Μάλιστα πολλοί νοικοκύρηδες έπαιρναν θεριστές με μεροκάματο.
Τα απαραίτητα εργαλεία για το θερισμό ήταν: τα «λελέκια» (δρεπάνια), οι «ακονόπετρες» και οι «λίμες» (χρησιμοποιούνταν για το ακόνισμα των λελεκιών), οι «παλαμαριές» (καμωμένες από ξύλο με τρεις τρύπες για να μπαίνουν τα τρία δάχτυλα του αριστερού χεριού) και το «βίντλο» (ξύλο για το στερέωμα του δεματίου).
Πριν αρχίσουν το θέρισμα, σταυροκοπιούνταν και εύχονταν «καλά μπιρικέτια». Τις πρώτες χεριές, που θέριζαν, τις σταύρωναν. Στη συνέχεια, καθώς το θέρισμα προχωρούσε, έδεναν τις χεριές με τα «χερόβολα» (γίνονται από καλάμια βρίζας, που τα έβρεχαν για να 'ναι μαλακά) και τις έστριβαν με το «βίντλο», για να μη λύνονται. Το πρώτο δεμάτι είχαν τη συνήθεια να το στήνουν όρθιο.
Αν και η ζέστη ήταν μεγάλη και η δουλειά ιδιαίτερα κοπιαστική, οι θεριστές δεν έχαναν το κέφι τους και τραγουδούσαν διάφορα τραγούδια.
Το φαγητό τους ήταν συνήθως «πίτα» και «σκορ-δάρι» (έβαζαν σ' έναν γουδί σκόρδο και το χτυπούσαν. Ύστερα έριχναν τριμμένο ψωμί και λάδι και τ' ανακάτευαν όλα μαζί. Στο τέλος πρόσθεταν νερό, αγγούρι και ξίδι).
Το βράδυ, μόλις σουρούπωνε, γύριζαν στα σπίτια τους, αφού πρώτα σταύρωναν τις δυο τελευταίες χεριές. Στο τελευταίο χωράφι που ήταν για θέρισμα, διά λεγαν λίγα στάχυα και τα έδεναν με κόκκινη κλωστή. Όταν θέριζαν το υπόλοιπο χωράφι και έφταναν σ' αυτά, μια κοπέλα έριχνε νερό στις ρίζες τους για να ξεριζωθούν εύκολα. Στη συνέχεια τα έκαναν «κόσες» (δηλ. πλεξούδες) και τα πήγαιναν στην νοικοκυρά, για να τα τοποθετήσει στο εικονοστάσι.
Η νοικοκυρά την τελευταία μέρα έκανε διάφορα γλυκίσματα, όπως «χαλβά» και «παρβαλιάκι» (γλύκισμα που γίνονταν με αλεύρι) και τα πρόσφερε στους θεριστές. Αυτό το τραπέζι που έστρωνε, όταν τέλειωνε ο θερισμός, λέγονταν «καρτσμάς».
III. Αλώνισμα
Η πρώτη δουλειά του γεωργού μόλις τέλειωνε το θέρισμα ήταν να ετοιμάσει το αλώνι του. Έβαζε φωτιά για να καούν τα χόρτα και στη συνέχεια άλειφε το χώρο με βουνιές, για να ισιάσει. Στη μέση του αλωνιού τοποθετούσε ένα ξύλο, που το έλεγαν «στέζιαρο» και σ' αυτό έδεναν το φόρτωμα (σχοινί). Η άλλη άκρη του φορτώματος δενόταν στα ζώα. Ανάλογα με τι ζώα είχε ο καθένας, χρησιμοποιούσε είτε βόδια είτε άλογα.
Συνήθως χρησιμοποιούσαν άλογα. Βόδια είχαν οι πιο φτωχοί του χωριού.
Αλώνιζαν γύρω στα 80 δεμάτια την ημέρα και κοντά στο αλώνι έκαναν καλύβες, για να ξεκουράζονται στη σκιά.
Αφού κουβαλούσαν τα δεμάτια στο αλώνι με τα ζώα, έστρωναν κάτω τα στάχυα και μετά έδεναν τα ζώα. Έτσι άρχιζε η διαδικασία του αλωνΐσματος με τα άλογα να πηγαίνουν γύρω-γύρω. Από κοντά ήταν κάποιος για να χτυπά τ' άλογα με το καμτσίκι.
Ανά μικρά χρονικά διαστήματα, σταματούσαν και για να ξεκουράσουν τ' άλογα και για να γυρίσουν με τα δικράνια πάνω κάτω τα στάχυα.
Στη συνέχεια πάλι άρχιζαν την ίδια δουλειά και καθώς χτυπούσαν τ' άλογα και έτρεχαν ξωπΐσω τους φώναζαν: «άχυρο, άχυρο, άχυρο και αχνούμι (ψιλό άχυρο)».
Σιγά-σιγά, καθώς τα ζώα πατούσαν τα στάχυα, το σιτάρι αποχωρίζονταν. Όταν γινόταν αυτό, ξέδεναν τα ζώα και με τα δικράνια πετούσαν το άχυρο μακριά. Μετά σε έναν μεγάλο κούπο μάζευαν το σιτάρι με την τσουγκράνα στην αρχή και έπειτα με τις σκούπες. Στον κούπο του σιταριού έβαζαν σκόρδο και ένα πέταλο.
Μόλις άρχιζε να φυσά ο αέρας, οι γυναίκες με το «καρπολόι» και το φτυάρι λίχνιζαν το σωρό. Πετούσαν ψηλά το σιτάρι, ο αέρας έπαιρνε το λιανό άχυρο και στη συνέχεια έπεφτε καθαρό. Μερικές φορές όμως τα σκύβαλα δεν απομακρύνονταν απ' το σιτάρι, οπότε οι γυναίκες «ξεσκυβαλούσαν» (δηλ. έπαιρναν απ' το σιτάρι τα σκύβαλα) με τη σκούπα.
Μετά το λίχνισμα, ακολουθούσε το «δερμόνισμα», δηλαδή η διαδικασία εκείνη, κατά την οποία δερμόνι-ζαν το σιτάρι, για να το καθαρίσουν από πετρούλες, που δεν τις είχε παρασύρει ο αέρας. Στερέωναν όρθιο το καρπολόι και περνούσαν σ' αυτό τον κρίκο που είχε το «δερμόνι» (μεγάλο κόσκινο από λαμαρίνα με τρύπες στη βάση).
Αφού τέλειωναν το «δερμόνισμα», μετρούσαν το καθαρό σιτάρι με το «σινΐκι» (δοχείο από λαμαρίνα) που χωρούσε 25 οκάδες.
Σημάδι πως το μάζεμα του σιταριού τέλειωσε ήταν το στόλισμα του «στέζιαρου» με μια σκούπα.
Αλώνισμα Λίχνισμα
IV. Τρύγος
Στις αρχές του αιώνα το Κοινοτικό Συμβούλιο Καστοριάς καθόριζε την ημερομηνία, κατά την οποία το χωριό μας έπρεπε να τρυγήσει. Όσοι μάλιστα δεν τηρούσαν αυτή την απόφαση και τρυγούσαν νωρίτερα οι κοινοτικές και οι αστυνομικές αρχές προσπαθούσαν να επιβάλλουν την τάξη. Η πράξη τους να τρυγήσουν πριν από την καθορισμένη ημερομηνία θεωρούνταν ασέβεια προς τα έθιμα, την τάξη και τους νόμους.
Αργότερα έπαψαν να ισχύουν αυτές οι αποφάσεις και ο καθένας τρυγούσε, όποτε τον βόλευε, συνήθως Σάββατο ή Κυριακή.
Οι προετοιμασίες άρχιζαν οχτώ μέρες νωρίτερα. Μούσκευαν τα βαγένια με νερό, γιατί όλο το καλοκαίρι είχαν ξεραθεί, και έριχναν μέσα καρυδόφυλλα. Έτσι ήταν έτοιμα για να ρίξουν μέσα σ' αυτά τα πατημένα σταφύλια.
Οι νοικοκυρές από την προηγούμενη μέρα ετοίμαζαν τις πίτες και έβγαζαν έξω τα κοφίνια, τα καλάθια και τις μαλάθες. Το πρωί τα φόρτωναν πάνω στο κάρο και όλη η οικογένεια ξεκινούσε για το αμπέλι. Συγγενείς και φίλοι έρχονταν για να βοηθήσουν και ο τρύγος άρχιζε μέσα σε μια χαρούμενη και κεφάτη ατμόσφαιρα. Τα κοφίνια γέμιζαν και οι πιο μερακλήδες άρχιζαν τα τραγούδια και χόρευαν με τα τενεκέδια στο κεφάλι:
«Νίτσα μ', νίτσα μ', πυργουλίτσα μ' τα σταφύλια, νίτσα μ', τα κάνεις μαύρα το κρασί, νίτσα μ', πικρό φαρμάκι να το πιουν, νίτσα μ', τα παλικάρια ρίχνονται, νίτσα μ', σαν τα λιοντάρια».
«Μπαίνω μες στ' αμπέλι σαν νοικοκυρά
να κι ο νοικοκύρης που 'ρχεται κοντά
— Έλα, νοικοκύρη, να τρυγήσουμε κόκκινα σταφύλια
— να πατήσουμε κι όλα τα βαρέλια να γεμίσουμε».
«Βάι, βάι, Βασίλω, τι θέλεις να σου στείλω.
Γυαλί και χτένα σου 'στειλα, Βασίλω.
Φέτος, Βασίλω μ', χάλασαν τ' αμπέλια
και τι κρασί θα πιούμε; όταν θα παντρευτούμε.
Φέτος Βασίλω μ', χάλασαν τα στάρια
και τι ψωμί θα φάμε στο γάμο που θα πάμε».
Ξαπόσταιναν για λίγο, έτρωγαν πίτα, έπιναν τσίπουρο και με περισσότερο κέφι ρίχνονταν στη δουλειά. Όταν τέλειωναν, φόρτωναν τα κοφίνια στο κάρο και επέστρεφαν στο σπίτι. Ήταν η ώρα να πατήσουν τα σταφύλια. Τα 'ριχναν σε καδιά μεγάλα ή σε σκαφί-δια και με τα πόδια τα πατούσαν ή με το «αντί» (μεγάλο ξύλο που ήταν πιο χοντρό στη βάση. Ήταν εξάρτημα του αργαλειού). Στη συνέχεια έπαιρναν με καραβάνες τα πατημένα σταφύλια και τα έριχναν μέσα στα βαγένια.
Οι νοικοκυρές, για να κάνουν «μουστόπιτα» και «σιτζούκια», έβαζαν το μούστο, σ' ένα «καδί» και πρόσθεταν μέσα «μπιλορίνα» (χώμα κίτρινο) ή στάχτη. Την άλλη μέρα έβγαζαν το μούστο από το καδί, τον έβραζαν και έκαναν τη μουστόπιτα. Τα σιτζούκια γίνονταν ως εξής: καθάριζαν καρύδια, τα περνούσαν σε διπλή κλωστή, τα βουτούσαν στη μουστόπιτα και τα κρεμούσαν στον ήλιο για να στεγνώσουν.
Επειδή τα παιδιά πήγαιναν το βράδυ και τα έκλεβαν, οι νοικοκυρές τα στέγνωναν ψηλά, για να μη μπορούν να τα φτάσουν. Τα σιτζούκια τα έτρωγαν το χειμώνα στα νυχτέρια.